γρονθοκόπημα

γρονθοκόπημα
[фонтокопима] ουσ.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γρονθοκόπημα" в других словарях:

  • γροθοκόπημα — το βλ. γρονθοκόπημα …   Dictionary of Greek

  • κονδυλισμός — κονδυλισμός, ὁ (Α) [κονδυλίζω] γρονθοκόπημα, κακοποίηση, χτύπημα με την πυγμή …   Dictionary of Greek

  • κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… …   Dictionary of Greek

  • μπουνίδι — το γρονθοκόπημα, πολλές συνεχείς και αλλεπάλληλες γροθιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουνιά + επίθημα ίδι, δηλωτικό πλήθους (πρβλ. βρισ ίδι, κανον ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • μπουνιά — η 1. η σύσφιγξη τών δακτύλων τού χεριού σε πυγμή, γροθιά 2. συνεκδ. χτύπημα με γροθιά, γρονθοκόπημα («έφαγε μια μπουνιά στα μούτρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bugna «πυγμή»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»